- ανάπαλιν
- επίρρ. назад, обратно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνάπαλιν — back again indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάπαλιν — (Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν) πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα αρχ. 1. πάλι, ξανά, εκ νέου 2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα 3. αντίστροφα, ανάποδα 4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πάλιν] … Dictionary of Greek
τἀνάπαλιν — ἀνάπαλιν , ἀνάπαλιν back again indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CAUDA Pavonis — Poetarum carminibus, ob gemmas fuas seu oculos suos non patum commendatur. Lucret. l. 2. v. 805. Caudaque pavonis, largâ cum luce repleta est, Consim mutat ratione obversa colores. Ovidius, Metam. l. 15. Fab. 35. v. 385. Iunonis volucrem, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
τανάπαλιν — Ν (λόγιος τ.) επίρρ. αντίστροφα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «τὸ ἀνάπαλιν» με κράση] … Dictionary of Greek
ԴԱՐՁԵԱԼ — ( ) NBH 1 0605 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 10c մ. πάλιν iterum, rursus, denuo, praeterea Դառնալով, դարձ առնելով. այսինքն Վերստին. անդրէն. միւսանգամ. երկրորդ անգամ. երկրորդ. եւ եւս. կրկին. եւ միւս եւս նորանց, մէյմալ ... *Եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)